στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. year [βρετ jɪə, jəː, αμερικ jɪr] ΟΥΣ
1. year (period of time):
2. year (indicating age):
3. year:
II. years ΟΥΣ npl
1. years (age):
fiscal year [βρετ ˈfɪsk(ə)l jɪə, αμερικ ˈfɪskəl jɪ(ə)r] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
year [jɪr] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.