στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accademico <πλ accademici, accademiche> [akkaˈdɛmiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. accademico (universitario):
II. accademico (accademica) <πλ accademici, accademiche> [akkaˈdɛmiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- accademico (accademica) (membro di un'accademia)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.