Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΘ
1. hard:
2. hard:
3. hard (harsh, unpleasant):
4. hard (stern, cold):
5. hard (forceful):
6. hard (concrete):
8. hard (strong):
II. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd] ΕΠΊΡΡ
III. hard [βρετ hɑːd, αμερικ hɑrd]
I. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil] ΟΥΣ
1. heel ΑΝΑΤ (of foot):
III. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil] ΡΉΜΑ μεταβ
IV. heel [βρετ hiːl, αμερικ hil]
drinker [βρετ ˈdrɪŋkə, αμερικ ˈdrɪŋkər] ΟΥΣ
2. drinker (habitual consumer of alcohol):
στο λεξικό PONS
I. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΘ
2. hard (difficult, complex):
3. hard (harsh, intense):
II. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
I. hard [hard] ΕΠΊΘ
2. hard (difficult, complex):
3. hard (harsh, intense):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.