Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
life <pl lives> [βρετ lʌɪf, αμερικ laɪf] ΟΥΣ
1. life (as opposed to death):
2. life (period from birth to death):
4. life (social activity, lifestyle):
5. life (as general concept):
6. life (living things):
7. life (human being(s)):
8. life (useful duration):
9. life ΝΟΜ:
11. life ΤΈΧΝΗ:
community life ΟΥΣ
- community life
-
pro-life [βρετ prəʊˈlʌɪf, αμερικ proʊˈlaɪf] ΕΠΊΘ
pro-life movement, campaigner, lobby:
- pro-life
-
στο λεξικό PONS
life <lives> [laɪf] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
life imprisonment ΟΥΣ no πλ
- life imprisonment
-
life <lives> [laɪf] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
life imprisonment ΟΥΣ
- life imprisonment
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.