Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
chienne
chienne → chien
I. chien ΟΥΣ αρσ
II. chienne ΟΥΣ θηλ
III. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn] ΕΠΊΘ οικ
IV. de chien ΕΠΊΘ
V. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
VI. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
I. chien ΟΥΣ αρσ
II. chienne ΟΥΣ θηλ
III. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn] ΕΠΊΘ οικ
IV. de chien ΕΠΊΘ
V. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
VI. chien (chienne) [ʃjɛ̃, ʃjɛn]
saucisse [sosis] ΟΥΣ θηλ
rage [ʀaʒ] ΟΥΣ θηλ
1. rage:
2. rage (fureur):
3. rage (passion):
faïence [fajɑ̃s] ΟΥΣ θηλ
1. faïence (matière):
2. faïence (objet):
στο λεξικό PONS
I. chien [ʃjɛ̃] ΟΥΣ αρσ
1. chien (animal):
ιδιωτισμοί:
I. chien [ʃjɛ͂] ΟΥΣ αρσ
1. chien (animal):
-
- chienne θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.