Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΕΠΊΘ
II. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm] ΟΥΣ οικ αρσ
III. bonhomme <πλ bonhommes, bonshommes> [bɔnɔm, bɔ̃zɔm]
prud'homme, prudhomme [pʀydɔm] ΟΥΣ αρσ
I. gomme [ɡɔm] ΟΥΣ θηλ
II. à la gomme ΕΠΊΘ
homme [ɔm] ΟΥΣ αρσ
1. homme ΑΝΘΡΩΠΟΛ:
3. homme (être humain):
4. homme (adulte de sexe masculin):
5. homme (sorte d'individu):
Dieu [djø] ΟΥΣ αρσ ΘΡΗΣΚ
homme-grenouille <πλ hommes-grenouilles> [ɔmɡʀənuj] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
prud'homme [pʀydɔm] ΟΥΣ m:
homme-grenouille <hommes-grenouilles> [ɔmgʀənuj] ΟΥΣ αρσ
homme [ɔm] ΟΥΣ αρσ
pomme [pɔm] ΟΥΣ θηλ
somme1 [sɔm] ΟΥΣ θηλ
homme-grenouille <hommes-grenouilles> [ɔmgʀənuj] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.