I. Neanderthal [βρετ nɪˈandətɑːl, αμερικ niˈændərθɔl] ΟΥΣ
- Neanderthal
- Néandertal αρσ
II. Neanderthal [βρετ nɪˈandətɑːl, αμερικ niˈændərθɔl] ΕΠΊΘ
- Neanderthal
-
- Neanderthal man
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.