Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. future [βρετ ˈfjuːtʃə, αμερικ ˈfjutʃər] ΟΥΣ
1. future (on time scale):
2. future (prospects):
II. futures ΟΥΣ
III. future [βρετ ˈfjuːtʃə, αμερικ ˈfjutʃər] ΕΠΊΘ προσδιορ
- future generation, developments, investment, earnings
-
- future prospects
-
- future queen, prince etc
-
I. future-proof [αμερικ] ΕΠΊΘ
future-proof product, technology:
- future-proof
-
II. future-proof [αμερικ] ΡΉΜΑ μεταβ
future-proof product, design:
- future-proof
-
- for the foreseeable future
-
- in the foreseeable future
-
στο λεξικό PONS
I. future [ˈfju:tʃəʳ, αμερικ -tʃɚ] ΟΥΣ
1. future (the time to come):
2. future (prospects):
I. future [ˈfju·tʃər] ΟΥΣ
1. future (the time to come):
2. future (prospects):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- professional future
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.