στο λεξικό PONS
ˈcar·riageway ΟΥΣ βρετ
lane [leɪn] ΟΥΣ
1. lane (narrow road):
2. lane (marked strip):
I. three [θri:] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. three (number):
3. three (time):
II. three [θri:] ΟΥΣ
1. three (number, symbol, quantity):
I. eight [eɪt] ΕΠΊΘ
1. eight (number):
2. eight (age):
3. eight (time):
II. eight [eɪt] ΟΥΣ
1. eight (number, symbol):
2. eight ΑΘΛ:
3. eight:
4. eight ΤΡΆΠ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
three lane carriageway ΥΠΟΔΟΜΉ
- dreispurige Richtungsfahrbahn ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- zweispurige Richtungsfahrbahn ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- dreispurige Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.