στο λεξικό PONS
I. staff1 [stɑ:f, αμερικ stæf] ΟΥΣ
1. staff + ενικ/pl ρήμα (employees):
2. staff + ενικ/pl ρήμα ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
3. staff + ενικ/pl ρήμα ΣΤΡΑΤ:
6. staff (flagpole):
8. staff βρετ (spindle in a watch):
-
- Unruhewelle θηλ
9. staff αμερικ ΜΟΥΣ:
II. staff1 [stɑ:f, αμερικ stæf] ΟΥΣ modifier ΟΙΚΟΝ
III. staff1 [stɑ:f, αμερικ stæf] ΡΉΜΑ μεταβ usu passive
I. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΟΥΣ
1. share (part):
2. share usu pl (in company):
II. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. share (with others):
2. share (have part of):
III. share [ʃeəʳ, αμερικ ʃer] ΡΉΜΑ μεταβ
1. share (divide):
2. share (have in common):
3. share (communicate):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
staff share ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
staff share scheme ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
staff ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
| I | staff |
|---|---|
| you | staff |
| he/she/it | staffs |
| we | staff |
| you | staff |
| they | staff |
| I | staffed |
|---|---|
| you | staffed |
| he/she/it | staffed |
| we | staffed |
| you | staffed |
| they | staffed |
| I | have | staffed |
|---|---|---|
| you | have | staffed |
| he/she/it | has | staffed |
| we | have | staffed |
| you | have | staffed |
| they | have | staffed |
| I | had | staffed |
|---|---|---|
| you | had | staffed |
| he/she/it | had | staffed |
| we | had | staffed |
| you | had | staffed |
| they | had | staffed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.