στο λεξικό PONS
 
  
 Stab <-[e]s, Stäbe> [ʃta:p, πλ ˈʃtɛ:bə] ΟΥΣ αρσ
2. Stab (Gitterstab):
-  Stab
-  
3. Stab ΑΘΛ:
-  Stab (Stabhochsprungstab)
-  
-  Stab (Staffelstab)
-  
4. Stab ΜΟΥΣ (Taktstock):
-  Stab
-  
6. Stab ΣΤΡΑΤ:
-  Stab
-  
 
  
 -  
-  rückwärtiger Stab
-  slat in grid
-  Stab αρσ <-(e)s, Stä̱·be>
-  stable ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
-  Stab αρσ <-(e)s, Stä̱·be>
-  
-  Stab αρσ <-(e)s, Stä̱·be>
-  staff ΟΙΚΟΝ
-  Stab αρσ <-(e)s, Stä̱·be>
-  
-  Stab αρσ <-(e)s, Stä̱·be>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Stab ΟΥΣ αρσ ΤΜΉΜ
-  Stab
-  
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-  
-  Stab αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
