στο λεξικό PONS
Staf·fel·läu·fer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Staf·fel·schwim·men <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
I. ge·staf·felt ΡΉΜΑ
gestaffelt μετ παρακειμ: staffeln
II. ge·staf·felt ΕΠΊΘ
Staf·fel <-, -n> [ˈʃtafl̩] ΟΥΣ θηλ
Staf·fel·be·steu·e·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Staf·fel·mie·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Staf·fel·lohn <-(e)s, -löhne> ΟΥΣ αρσ
Staf·fel·lauf <-(e)s, -läufe> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Abrufstaffelung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Staffelform ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
gestaffelt ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
Staffelzinsanleihe ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Gebührenstaffel ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Disagiostaffel ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Werbestaffel ΟΥΣ θηλ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Ferienstaffelung
gestaffelt
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
