στο λεξικό PONS
I. sche·mat·ic [ski:ˈmætɪk, αμερικ -mæt̬-] ΕΠΊΘ
1. schematic diagram:
- schematic
-
- schematic drawing
-
2. schematic (simplistic):
- schematic
- simplistisch τυπικ
II. sche·mat·ic [ski:ˈmætɪk, αμερικ -mæt̬-] ΟΥΣ Η/Υ
- schematic
-
schematic ΟΥΣ
- schematic ΗΛΕΚ
-
- schematic ΗΛΕΚ
- Schaltbild (nt)
-
- schematic
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- schematic drawing