στο λεξικό PONS


I. so·zi·al [zoˈtsi̯a:l] ΕΠΊΘ
1. sozial (gesellschaftlich):
2. sozial (für Hilfsbedürftige gedacht):
II. so·zi·al [zoˈtsi̯a:l] ΕΠΊΡΡ
Wohnungsbau ΟΥΣ αρσ ΑΚΊΝ
Woh·nungs·bau <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Jahr <-[e]s, -e> [ja:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ
1. Jahr (Zeitraum von 12 Monaten):
2. Jahr (Lebensjahre):
ιδιωτισμοί:
- die wirtschaftlichen/sozialen Gegebenheiten
-


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.