I. ver·flixt [fɛɐ̯ˈflɪkst] ΕΠΊΘ οικ
II. ver·flixt [fɛɐ̯ˈflɪkst] ΕΠΊΡΡ οικ (ziemlich)
Jahr <-[e]s, -e> [ja:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ
1. Jahr (Zeitraum von 12 Monaten):
2. Jahr (Lebensjahre):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.