στο λεξικό PONS
I. cho·sen [tʃəʊzən, αμερικ -oʊz-] ΡΉΜΑ
chosen μετ παρακειμ: choose
II. cho·sen [tʃəʊzən, αμερικ -oʊz-] ΕΠΊΘ
I. choose <chose, chosen> [tʃu:z] ΡΉΜΑ μεταβ
II. choose <chose, chosen> [tʃu:z] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. choose <chose, chosen> [tʃu:z] ΡΉΜΑ μεταβ
II. choose <chose, chosen> [tʃu:z] ΡΉΜΑ αμετάβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.