στο λεξικό PONS
Ver·flech·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
- Verflechtung
-
- Verflechtung ΠΟΛΙΤ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
-
- Verflechtung θηλ <-, -en>
-
- Verflechtung θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Verflechtung ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- Verflechtung
-
- Verflechtung
-
-
- Verflechtung θηλ
-
- Verflechtung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- industrielle Verflechtung
-
- räumliche Verflechtung
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.