στο λεξικό PONS
kind1 [kaɪnd] ΕΠΊΘ
1. kind (generous, helpful):
I. kind2 [kaɪnd] ΟΥΣ
1. kind (group):
2. kind (limited):
3. kind no pl (similar way):
4. kind (character):
ˈin-kind ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- in-kind contribution ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
payment in kind ΟΥΣ handel
-
- Sachleistung θηλ
transfer in kind ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
in-kind contribution ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
dividend in kind ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contribution in kind ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
payment in kind ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Naturallohn αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
kind of operation
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.