στο λεξικό PONS
I. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΘ
1. hard (solid):
2. hard (tough):
3. hard (difficult):
4. hard (laborious):
5. hard (severe):
6. hard (harmful):
7. hard (unfortunate):
8. hard (extreme):
9. hard (reliable):
10. hard (potent):
12. hard (scrutinizing):
13. hard ΤΥΠΟΓΡ:
15. hard ΠΥΡΗΝ ΦΥΣ:
II. hard [hɑ:d, αμερικ hɑ:rd] ΕΠΊΡΡ
1. hard (solid):
2. hard (vigorously):
3. hard (severely):
4. hard (closely):
6. hard μτφ (stubbornly):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
hard coal, bituminous coal, black coal ΟΥΣ
bituminous coal [bɪˈtʃuːmɪnəs], hard coal, black coal ΟΥΣ
hard coal mine ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.