στο λεξικό PONS
Ab·bau <-s> ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Abbau (Förderung):
2. Abbau (Verringerung):
- Abbau
-
- ein Abbau der Produktion
-
3. Abbau (allmähliche Beseitigung):
4. Abbau ΙΑΤΡ (Verfall):
- Abbau
- deterioration ειδικ ορολ
5. Abbau ΒΙΟΛ, ΧΗΜ:
- Abbau
-
- Abbau von Stärke
-
Abbau ΟΥΣ
Abbau ΟΥΣ
- Abbau von Feindbildern
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Abbau
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Abbau
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.