re·trench·ment [rɪˈtren(t)ʃmənt, αμερικ -ˈtrentʃ-] ΟΥΣ
1. retrenchment ΟΙΚΟΝ τυπικ (financial cut):
- retrenchment
-
- retrenchment
-
- retrenchment
-
- retrenchment
-
2. retrenchment no pl (reducing spending):
- retrenchment
- Einschränken ουδ
3. retrenchment αυστραλ (dismissal from employment):
- retrenchment
-
-
- fiscal retrenchment
-
- retrenchment
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.