στο λεξικό PONS
ab·bau·bar ΕΠΊΘ
1. abbaubar ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ (sich fördern lassend):
- abbaubar
-
2. abbaubar ΧΗΜ, ΙΑΤΡ:
- abbaubar
-
- biologisch abbaubar
-
- photochemisch abbaubar
-
- biologisch abbaubar
-
-
- biologisch abbaubar
-
- biologisch nicht abbaubar
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- abbaubar
-
- abbaubar
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- abbaubar
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.