στο λεξικό PONS
II. Fair Isle [ˈfeərˌaɪl, αμερικ ˈferˌ-] ΟΥΣ modifier
I. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΘ
1. fair:
2. fair (just, impartial):
3. fair προσδιορ, αμετάβλ (large):
4. fair προσδιορ, αμετάβλ (good):
5. fair κατηγορ, αμετάβλ (average):
6. fair:
7. fair (favourable):
8. fair απαρχ (beautiful):
ιδιωτισμοί:
II. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΡΡ
2. fair ιδιωμ (quite):
ιδιωτισμοί:
fair2 [feəʳ, αμερικ fer] ΟΥΣ
1. fair (funfair):
2. fair:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
