στο λεξικό PONS
I. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. po·ten·tial [pə(ʊ)ˈten(t)ʃəl, αμερικ poʊˈ-] ΟΥΣ no pl also ΗΛΕΚ
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
I. risk [rɪsk] ΟΥΣ
1. risk (hazard):
2. risk (insurance policy):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risk capacity potential ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | risk |
|---|---|
| you | risk |
| he/she/it | risks |
| we | risk |
| you | risk |
| they | risk |
| I | risked |
|---|---|
| you | risked |
| he/she/it | risked |
| we | risked |
| you | risked |
| they | risked |
| I | have | risked |
|---|---|---|
| you | have | risked |
| he/she/it | has | risked |
| we | have | risked |
| you | have | risked |
| they | have | risked |
| I | had | risked |
|---|---|---|
| you | had | risked |
| he/she/it | had | risked |
| we | had | risked |
| you | had | risked |
| they | had | risked |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.