limb1 [lɪm] ΟΥΣ
1. limb ΑΝΑΤ:
2. limb ΒΟΤ:
- limb
-
3. limb ΓΕΩΓΡ:
- limb
-
4. limb of a cross:
- limb
-
5. limb (in archery):
- limb
-
6. limb ΓΛΩΣΣ:
- limb
- Satzglied ουδ
ιδιωτισμοί:
- vestigial limb, wing
-
- floppiness of a body, limb, rope
-
- floppiness of a body, limb, rope
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.