στο λεξικό PONS
ves·tig·ial [vesˈtɪʤiəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. vestigial (tiny):
- vestigial
-
2. vestigial ΑΝΑΤ, ΒΙΟΛ:
- vestigial limb, wing
-
3. vestigial ΓΛΩΣΣ:
- vestigial language
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
vestigial [vesˈtɪdʒiəl] ΕΠΊΘ
- vestigial
-
rudimentary organ, vestigial organ ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- vestigial language