στο λεξικό PONS
blass, blaßπαλαιότ <-er [o. blässer], -este [o. blässeste]> [blas] ΕΠΊΘ
1. blass (bleich):
2. blass (hell):
ETH <-, -s> [e:te:ˈha:] ΟΥΣ θηλ CH
ETH συντομογραφία: Eidgenössische Technische Hochschule
I. et·wa [ˈɛtva] ΕΠΊΡΡ
II. et·wa [ˈɛtva] ΜΌΡ
1. etwa (womöglich):
Ket·te <-, -n> [ˈkɛtə] ΟΥΣ θηλ
1. Kette:
2. Kette (ununterbrochene Reihe):
3. Kette ΟΙΚΟΝ:
Wet·te <-, -n> [ˈvɛtə] ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Options-Eta ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Irrtümer und Auslassungen, netto phrase ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.