στο λεξικό PONS
Tau·send1 <-s, -e> [ˈtauzn̩t, πλ -n̩də] ΟΥΣ ουδ
1. Tausend (Einheit von 1000 Dingen):
2. Tausend πλ, auch kleingeschrieben (viele tausend):
tau·send [ˈtauzn̩t] ΕΠΊΘ
1. tausend (Zahl):
2. tausend οικ (sehr viele):
Dank <-[e]s> [daŋk] ΟΥΣ αρσ kein πλ
2. Dank (Dankbarkeit):
-
- Tausende pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.