στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. bird [βρετ bəːd, αμερικ bərd] ΟΥΣ
II. bird [βρετ bəːd, αμερικ bərd] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. bird [βρετ bəːd, αμερικ bərd]
of [βρετ ɒv, (ə)v, αμερικ əv] ΠΡΌΘ
1. of (in most uses):
2. of (made or consisting of):
4. of (indicating a proportion or fraction):
στο λεξικό PONS
bird [bɜ:rd] ΟΥΣ
of [əv, stressed: ɒv] ΠΡΌΘ
2. of (belonging to):
5. of (without):
6. of (with):
10. of (consisting of):
11. of (characteristic):
12. of (concerning):
13. of (cause):
14. of (a portion of):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bird dog
- birder
- bird fancier
- bird-feeder
- bird flu
- bird of paradise
- bird of prey
- bird sanctuary
- birdseed
- birdsong
- bird table