στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. grigio <πλ grigi, grigieandgrige> [ˈɡridʒo, dʒi, dʒe] ΕΠΊΘ
1. grigio (colore):
II. grigio <πλ grigi, grigieandgrige> [ˈɡridʒo, dʒi, dʒe] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.