I. grizzled [βρετ ˈɡrɪz(ə)ld, αμερικ ˈɡrɪzəld] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
grizzled → grizzle
II. grizzled [βρετ ˈɡrɪz(ə)ld, αμερικ ˈɡrɪzəld] ΕΠΊΘ
grizzled hair, beard, person:
-  grizzled
 -  
 
grizzle2 [βρετ ˈɡrɪz(ə)l, αμερικ ˈɡrɪzəl] ΡΉΜΑ αμετάβ βρετ οικ, μειωτ
1. grizzle (cry):
2. grizzle (complain):
grizzle2 [βρετ ˈɡrɪz(ə)l, αμερικ ˈɡrɪzəl] ΡΉΜΑ αμετάβ βρετ οικ, μειωτ
1. grizzle (cry):
2. grizzle (complain):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.