στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
paradisiaco <πλ paradisiaci, paradisiache> [paradiˈziako, tʃi, ke] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ
-
- paradisiac also μτφ
-
- paradisiaco also μτφ
στο λεξικό PONS
paradisiaco (-a) <-ci, -che> [pa·ra·di·ˈzi:·a·ko] ΕΠΊΘ a. μτφ
- paradisiaco (-a)
-
-
- paradisiaco, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.