στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. idraulico <πλ idraulici, idrauliche> [iˈdrauliko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
II. idraulico <πλ idraulici, idrauliche> [iˈdrauliko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ
- idraulico
-
- martinetto idraulico
-
- innesto automatico, elettromagnetico, idraulico
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.