στο λεξικό PONS
I. ti·tle [ˈtaɪtl̩, αμερικ -t̬l̩] ΟΥΣ
3. title (status, rank):
5. title no pl to +αιτ:
6. title ΝΟΜ (name of bill/Act):
I. track [træk] ΟΥΣ
II. track [træk] ΟΥΣ modifier ΑΘΛ
III. track [træk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. track (pursue):
2. track (follow the trail of):
3. track (find):
4. track esp αμερικ (make a trail of):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
title ΟΥΣ ΑΚΊΝ
-
- Anspruch αρσ
title ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
I | title |
---|---|
you | title |
he/she/it | titles |
we | title |
you | title |
they | title |
I | titled |
---|---|
you | titled |
he/she/it | titled |
we | titled |
you | titled |
they | titled |
I | have | titled |
---|---|---|
you | have | titled |
he/she/it | has | titled |
we | have | titled |
you | have | titled |
they | have | titled |
I | had | titled |
---|---|---|
you | had | titled |
he/she/it | had | titled |
we | had | titled |
you | had | titled |
they | had | titled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- titlebar
- titled
- title deed
- title deeds
- title fight
- title track
- titrate
- titration
- tit tape
- titter
- tittle