Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
hanneton [ˈantɔ̃] ΟΥΣ αρσ
- hanneton
- cockchafer βρετ
I. piquer [pike] ΡΉΜΑ μεταβ
1. piquer (blesser):
2. piquer (enfoncer une pointe) personne, bec, aiguille:
3. piquer ΙΑΤΡ:
4. piquer ΜΑΓΕΙΡ:
5. piquer:
6. piquer (parsemer):
7. piquer (irriter):
8. piquer οικ:
9. piquer οικ police:
11. piquer (coudre):
12. piquer (toucher, affecter):
14. piquer (commencer) οικ:
II. piquer [pike] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. piquer (irriter):
2. piquer (exciter les sens):
3. piquer (descendre):
4. piquer (prendre):
III. se piquer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se piquer (se blesser):
2. se piquer:
3. se piquer (se couvrir de taches):
4. se piquer (par prétention) τυπικ:
IV. piquer [pike]
στο λεξικό PONS
hanneton [´an(ə)tɔ̃] ΟΥΣ αρσ ΖΩΟΛ
- hanneton
-
-
- hanneton αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.