στο λεξικό PONS
I. fu·tures [ˈfju:tʃəz, αμερικ -ɚz] ΟΥΣ πλ
1. futures (goods):
2. futures ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. fu·tures [ˈfju:tʃəz, αμερικ -ɚz] ΟΥΣ modifier
I. fu·ture [ˈfju:tʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ usu ενικ
1. future (in time):
3. future (prospects):
II. fu·ture [ˈfju:tʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
I. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΟΥΣ
1. contract (agreement):
II. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. con·tract1 [ˈkɒntrækt, αμερικ ˈkɑ:n-] ΡΉΜΑ μεταβ
I. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. con·tract2 [kənˈtrækt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. contract (tense) muscles, metal:
2. contract ΓΛΩΣΣ:
-
- etw verkürzen [o. zusammenziehen]
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
future ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contract ΡΉΜΑ αμετάβ CTRL
contract ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
contract ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | contract |
|---|---|
| you | contract |
| he/she/it | contracts |
| we | contract |
| you | contract |
| they | contract |
| I | contracted |
|---|---|
| you | contracted |
| he/she/it | contracted |
| we | contracted |
| you | contracted |
| they | contracted |
| I | have | contracted |
|---|---|---|
| you | have | contracted |
| he/she/it | has | contracted |
| we | have | contracted |
| you | have | contracted |
| they | have | contracted |
| I | had | contracted |
|---|---|---|
| you | had | contracted |
| he/she/it | had | contracted |
| we | had | contracted |
| you | had | contracted |
| they | had | contracted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.