

un·ge·wiss [ˈʊngəvɪs] ΕΠΊΘ
1. ungewiss (nicht feststehend):
2. ungewiss (unentschlossen):
3. ungewiss τυπικ (unbestimmbar):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.