στο λεξικό PONS
Ver·bind·lich·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verbindlichkeit kein πλ (bindender Charakter):
2. Verbindlichkeit kein πλ (entgegenkommende Art):
3. Verbindlichkeit meist πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ τυπικ (Schuld):
un·ge·wiss [ˈʊngəvɪs] ΕΠΊΘ
1. ungewiss (nicht feststehend):
2. ungewiss (unentschlossen):
3. ungewiss τυπικ (unbestimmbar):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ungewisse Verbindlichkeiten phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Verbindlichkeit ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Verbindlichkeit ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ungesühnt
- ungesund
- ungesüßt
- ungeteilt
- ungetilgter Kredit
- ungewisse Verbindlichkeiten
- Ungewissheit
- ungewöhnlich
- ungewohnt
- ungewollt
- ungezählt