στο λεξικό PONS
Vanity Fair ΟΥΣ
van·ity [ˈvænəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
2. vanity αμερικ, αυστραλ (Vanitory unit):
I. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΘ
1. fair:
2. fair (just, impartial):
3. fair προσδιορ, αμετάβλ (large):
4. fair προσδιορ, αμετάβλ (good):
5. fair κατηγορ, αμετάβλ (average):
6. fair:
7. fair (favourable):
8. fair απαρχ (beautiful):
ιδιωτισμοί:
II. fair1 [feəʳ, αμερικ fer] ΕΠΊΡΡ
2. fair ιδιωμ (quite):
ιδιωτισμοί:
fair2 [feəʳ, αμερικ fer] ΟΥΣ
1. fair (funfair):
2. fair:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.