στο λεξικό PONS
I. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΕΠΊΘ
ιδιωτισμοί:
II. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΕΠΊΡΡ
1. first (before doing something else):
2. first (before other things, people):
III. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΟΥΣ
1. first (that before others):
4. first:
5. first βρετ ΠΑΝΕΠ:
first in, first out ΟΥΣ, FIFO
I. first ˈaid ΟΥΣ
I. ˈfirst-class ΕΠΊΘ
1. first-class (best quality):
2. first-class επιβεβαιωτ (wonderful):
first ˈbase ΟΥΣ
2. first base μτφ (phase one):
I. ˈfirst-born ΕΠΊΘ
II. ˈfirst-born ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
first(-time) consolidation ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
first premium ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
-
- Erstprämie θηλ
first quotation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
first month of trading ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
first notice day ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
first-class share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.