στο λεξικό PONS
I. pre·mium [ˈpri:miəm] ΟΥΣ
1. premium (insurance payment):
2. premium:
3. premium ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
4. premium (bonus):
6. premium (amount paid to a landlord):
II. pre·mium [ˈpri:miəm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. premium (high):
I. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΕΠΊΘ
ιδιωτισμοί:
II. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΕΠΊΡΡ
1. first (before doing something else):
2. first (before other things, people):
III. first [fɜ:st, αμερικ fɜ:rst] ΟΥΣ
1. first (that before others):
4. first:
5. first βρετ ΠΑΝΕΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
first premium ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
-
- Erstprämie θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.