Schim·mer <-s> [ˈʃɪmɐ] ΟΥΣ αρσ kein πλ
2. Schimmer (kleine Spur):
-
- Schimmer αρσ <-s, ->
-
- Schimmer αρσ <-s, ->
-
- Schimmer αρσ <-s, ->
-
- Schimmer αρσ <-s, ->
-
- Schimmer αρσ <-s, -> kein pl
-
- Schimmer αρσ <-s, -> kein pl
-
- Schimmer αρσ <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.