στο λεξικό PONS
safe ˈcon·duct ΟΥΣ
I. con·duct ΡΉΜΑ μεταβ [kənˈdʌkt]
1. conduct (carry out):
2. conduct (direct):
II. con·duct ΡΉΜΑ αμετάβ [kənˈdʌkt] ΜΟΥΣ
III. con·duct ΟΥΣ [ˈkɒndʌkt, αμερικ ˈkɑ:n-] no pl
I. safe [seɪf] ΕΠΊΘ
1. safe (secure):
2. safe (protected):
3. safe (certain):
4. safe (avoiding risk):
5. safe (dependable):
ιδιωτισμοί:
conduct ΟΥΣ
-
- Durchführung θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
safe ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | conduct |
|---|---|
| you | conduct |
| he/she/it | conducts |
| we | conduct |
| you | conduct |
| they | conduct |
| I | conducted |
|---|---|
| you | conducted |
| he/she/it | conducted |
| we | conducted |
| you | conducted |
| they | conducted |
| I | have | conducted |
|---|---|---|
| you | have | conducted |
| he/she/it | has | conducted |
| we | have | conducted |
| you | have | conducted |
| they | have | conducted |
| I | had | conducted |
|---|---|---|
| you | had | conducted |
| he/she/it | had | conducted |
| we | had | conducted |
| you | had | conducted |
| they | had | conducted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.