στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ultimo [ˈultimo] ΕΠΊΘ
1. ultimo (finale):
2. ultimo (di una serie):
3. ultimo (più recente):
4. ultimo (scorso):
5. ultimo (definitivo, estremo):
6. ultimo (meno probabile):
7. ultimo ΦΙΛΟΣ (fondamentale):
II. ultimo (ultima) [ˈultimo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. ultimo (in una successione, una classifica):
2. ultimo (nel tempo):
3. ultimo (giorno finale):
III. ultimo [ˈultimo]
στο λεξικό PONS
I. ultimo (-a) [ˈul·ti·mo] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.