Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. effet [efɛ] ΟΥΣ αρσ
1. effet (conséquence):
2. effet (impression):
3. effet (procédé):
5. effet (phénomène):
II. en effet ΕΠΊΡΡ
III. effets ΟΥΣ αρσ πλ
IV. effet [efɛ]
bœuf [bœf, plbø] ΟΥΣ αρσ
1. bœuf (animal):
3. bœuf οικ ΜΟΥΣ:
στο λεξικό PONS
effet [efɛ] ΟΥΣ αρσ
1. effet (résultat):
2. effet (impression):
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
effet autorégénérant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.