Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
slippery [βρετ ˈslɪp(ə)ri, αμερικ ˈslɪp(ə)ri] ΕΠΊΘ
1. slippery (difficult to grip):
- slippery road, path, fish, material
-
2. slippery (difficult to deal with):
- slippery subject, situation
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.