Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. posit|if (positive) [pozitif, iv] ΕΠΊΘ
1. positif (affirmatif):
- positif (positive) réponse
-
2. positif (constructif):
- positif (positive) entretien, climat
-
- positif (positive) évolution, effet, conséquence
-
3. positif (favorable):
4. positif (réaliste):
- positif (positive) personne, esprit, attitude
-
5. positif:
- positif (positive) ΙΑΤΡ, ΜΑΘ, ΗΛΕΚ, ΦΩΤΟΓΡ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.