Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
favourable βρετ, favorable αμερικ [βρετ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l, αμερικ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. favourable (good):
-
- favourable (à for)
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
στο λεξικό PONS
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
-
- favourable βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Faustian
- Fauvism
- faux pas
- favor
- favorable
- favourable
- favourably
- favourite
- favouritism
- fawn
- fawning