Oxford Spanish Dictionary
favourable ΕΠΊΘ βρετ
favourable → favorable
favorable, favourable βρετ [αμερικ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l, βρετ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ
2. favorable (advantageous):
favorable, favourable βρετ [αμερικ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l, βρετ ˈfeɪv(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ
2. favorable (advantageous):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.