Oxford Spanish Dictionary
ventajoso1 (ventajosa) ΕΠΊΘ
1. ventajoso:
2. ventajoso Κολομβ → ventajista
ventajista2 ΟΥΣ αρσ θηλ
ventajista1 ΕΠΊΘ
ventajista persona:
ventajoso2 (ventajosa) ΟΥΣ αρσ (θηλ) Κολομβ
ventajoso → ventajista
ventajista2 ΟΥΣ αρσ θηλ
ventajista1 ΕΠΊΘ
ventajista persona:
στο λεξικό PONS
ventajoso (-a) ΕΠΊΘ
- ventajoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.